μυκόπλασμα

μυκόπλασμα
Ομάδα μικροοργανισμών που είναι παρόμοιοι, αλλά μικρότεροι, από τα βακτηρίδια. Ένα είδος είναι από τα αίτια αναπνευστικών νόσων.
* * *
το
(μικρβλ.)
κάθε μέλος τής τάξης μυκοπλάσματα και γένος τής τάξης αυτής, στο οποίο ανήκουν και πολλά είδη που προξενούν ασθένειες στον άνθρωπο και στα ζώα, αλλά και σε διάφορα φυτά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυκοπλάσμωση — η 1. ιατρ. λοιμώδες νόσημα που οφείλεται σε μυκόπλασμα 2. (κτην.) λοιμώδης νόσος που προσβάλλει τα πουλιά και τα κατοικίδια ζώα …   Dictionary of Greek

  • πλευροπνευμονία — η, Ν (κτην.) νόσος τών πνευμόνων τών κατοικίδιων βοοειδών, προβάτων και αλόγων, που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή τών πνευμόνων και προκαλείται από το μυκοειδές μυκόπλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleuropneumonia < πλευρά + πνευμονία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”